ἀπραγμόνως

ἀπραγμόνως
ἀπρᾱγμόνως , ἀπράγμων
free from business
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απράγμων — κ. γμονας (Α ἀπράγμων, ον) [πράττω] αυτός που δεν έχει καμία ασχολία, αδρανής αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αναμιγνύεται στα πολιτικά 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει νόμους και δικαστήρια 3. (για πράγματα) αυτός που δεν προξενεί ενόχληση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”